αμελοποίητος

αμελοποίητος
-η, -ο
αυτός που δε μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική: Ωραιότατα ποιήματα μένουν αμελοποίητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμελοποίητος — η, ο [μελοποιώ] (για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική …   Dictionary of Greek

  • ατόνιστος — η, ο 1. γραμμ. (για λέξεις) χωρίς τόνο, άτονος 2. (για στίχους) αμελοποίητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”